δολιοφθορέας

δολιοφθορέας
ο
αυτός που σκόπιμα προκαλεί καταστροφή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σαμποτέρ — ο, Ν άκλ. άτομο που διενεργεί σαμποτάζ, ο δολιοφθορέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. saboteur «κακός εργάτης, πρόσωπο που καθυστερεί κάποια δουλειά, δολιοφθορέας» < sabot (βλ. λ. σαμπό)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”